δικαία — δικαίᾱ , δίκαιος observant of custom fem nom/voc/acc dual δικαίᾱ , δίκαιος observant of custom fem nom/voc sg (attic doric aeolic) δικαίᾱ , δικαία fem nom/voc/acc dual δικαίᾱ , δικαία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικαίᾳ — δικαίᾱͅ , δίκαιος observant of custom fem dat sg (attic doric aeolic) δικαίᾱͅ , δικαία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δικαία — Δικαίᾱ , Δικαία fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δικαίᾳ — Δικαίᾱͅ , Δικαία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δίκαια — Δικαία fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δίκαια — I Ονομασία αρχαίων ελληνικών πόλεων. 1. Αρχαία πόλη στα παράλια της Θράκης, που ονομαζόταν και Δικαιόπολις. Βρισκόταν κοντά στα Άβδηρα και αποτελούσε ιωνική αποικία που, σύμφωνα με την παράδοση, είχε χτίσει ο γιος του Ποσειδώνα, Δίκαιος. Από την… … Dictionary of Greek
δίκαια — δίκαιος observant of custom neut nom/voc/acc pl δίκαιος observant of custom neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία. — γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία. См. Хорошая жена юрт … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
δικαίας — δικαίᾱς , δίκαιος observant of custom fem acc pl δικαίᾱς , δίκαιος observant of custom fem gen sg (attic doric aeolic) δικαίᾱς , δικαία fem acc pl δικαίᾱς , δικαία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δικαίας — Δικαίᾱς , Δικαία fem acc pl Δικαίᾱς , Δικαία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)